- παρενήνεεν
- παρανηνέωheapimperf ind act 3rd sg (epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
παρανηνέω — Α (επικ. τ.) συσσωρεύω κοντά σε κάποιον («σῑτον τ ἐσσυμένως παρενήνεεν ἐν κανέοισι», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + νηνέω «σωρεύω»] … Dictionary of Greek